- Αἰολεῦσιν
- Αἰολεύςofmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰολεῦσιν — αἰολέω pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) αἰολέω pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυβόν — τὸ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ ἐπικαμπὲς παρ Αἰολεῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το επίθ. ῥαιβός «στρεβλός» κατά τον φωνηεντισμό τών γρυπός, ὑβός. Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με το επίθ. ῥοικός «κυρτός», ενώ το υ τού… … Dictionary of Greek